εικονοστάσι
(ουσ. ουδ.)
εικονοστάσ’
[ikonoˈstas]
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
εικονοστάσ̑’
[ikonoˈstaʃ ]
Αραβαν., Σίλ.
'κονοστάσ'
[konoˈstas]
Μισθ.
εικονοστάσιο
[ikonoˈstasio]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. εἰκονοστάσιον. Ο τύπ. 'κονοστάσι μαρτυρείται ως νεότ. τοπων. Ο τύπ. εικονοστάσιο πιθ. από την κοινή ν.ε.
Εικονοστάσιο
Συνών.
εικονοτόπι