ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εικονοστάσι (ουσ. ουδ.) εικονοστάσ’ [ikonoˈstas] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. εικονοστάσ̑’ [ikonoˈstaʃ ] Αραβαν., Σίλ. 'κονοστάσ' [konoˈstas] Μισθ. εικονοστάσιο [ikonoˈstasio] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. εἰκονοστάσιον. Ο τύπ. 'κονοστάσι μαρτυρείται ως νεότ. τοπων. Ο τύπ. εικονοστάσιο πιθ. από την κοινή ν.ε.
Εικονοστάσιο Συνών. εικονοτόπι