εζιατλούς
(επίθ.)
εζιατ͑λούς
[eziatʰˈlus]
Φάρασ.
α̈ζια̈τ͑λούς
[æziætʰˈlus]
Αφσάρ.
Θηλ.
εζιατ͑λούσα
[eziatʰˈlusa]
Φάρασ.
α̈ζια̈τ͑λούσα
[æziætʰˈlusa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. eziyetli = βασανιστικός.
1. Βασανιστικός
ό.π.τ.
2. Κουραστικός
ό.π.τ.