εζακτσής
(ουσ. αρσ.)
εζατσής
[ezaˈktsis ]
Σινασσ.
εκσοτσής
[eksoˈtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. eczaci = φαρμακοποιός.
Φαρμακοποιός
ό.π.τ.