ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εδώρτα (επίρρ.) εδώρτα [eˈðorta] Φλογ. εγιώρτα [eˈʝorta] Αξ. εγιάρτα [eˈʝarta] Τροχ. 'γούρτα [ˈɣurta] Μισθ. Από τα επίρρ. εδώ, όπου και τύπ. εγιώ, και ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Ο τύπ. εγιάρτα με υποχωρητ. αφομ. [o-a > a-a]. Πβ. ορθά
Προς τα εδώ ό.π.τ. : Το πουλί πετ-τά εγιώρτα, πετ-τά εκείρτα (Το πουλί πετά προς τα εδώ, πετά προς τα εκεί ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γούλτωσαν ασ' καραβιού τα εγιώρτα κι εκείρτα (Γλύτωσαν από τα πέρα-δώθε, δηλ. το κούνημα, του καραβιού) Αξ. -Παυλίδ. qαμπρός εδώρτα ικείρτα δέν μπορ’ να τα εύρει (Ο γαμπρός (ψάχνει) προς τα εδώ, προς τα εκεί, δεν μπορεί να τα βρει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να βγω εγιάρτα, να κλώσω ετσέρτα (Να βγω προς τα εδώ, να (τρι)γυρίσω προς τα εκεί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555