ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εζνταχρά (ουσ. ουδ.) εζνταχρά [ezdaˈxra] Ουλαγ. αζραχάς [azraˈxas] Τελμ. Πληθ. εζταρχἀδε [eztarˈxaðe] Φλογ. εζερχάς [ezerˈxas] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ejderha = δράκος (< περσ. ajdahāk/ajdahā), με μετάθ. υγρού.
Δράκος ό.π.τ. : «Άλλο τόπο να περάσει δεν έει εκειού», λένε, «Ένας αζραχάς έν' και το καταπίνει το άνθρωπο» («Δεν έχει άλλο μέρος για να περάσεις εκεί», λένε, «Είναι ένας δράκος και καταπίνει τους ανθρώπους») Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πότ' το καβάσ̑' παραπάρ', ασ' ση νύφης το στόμα βγ̇αίν' ένα θηρίο, εζερχάς (Μόλις πάει να το κατεβάσει, ενν. το μαχαίρι, από το στόμα της νύφης βγαίνει ένα θηρίο, δράκος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. δράκος, ντέβι