ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εδεκειάορτα (επίρρ.) 'ντετσούρτα [deˈtsurta] Μισθ. 'τεκειάορτα [teˈcaorta] Σίλ. Από τα επιρρ. εδεκειά, όπου και τύπ. ντετσού και τεκειά, και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Εκεί πέρα : Άμι αράdα 'ντετσούρτα, μπέλκι να ντα βρίσ̑κεις (Πήγαινε ψάξε εκεί πέρα, μήπως τα βρεις) Μισθ. -Φατ. Να υπάεις πιο 'τεκειάορτα (Να πας εκεί πέρα) Σίλ. -Κωστ.Σ.