εδεκειάορτα
(επίρρ.)
'ντετσούρτα
[deˈtsurta]
Μισθ.
'τεκειάορτα
[teˈcaorta]
Σίλ.
Από τα επιρρ. εδεκειά, όπου και τύπ. ντετσού και τεκειά, και ορθά, όπου και τύπ. ορτά.
Εκεί πέρα
:
Άμι αράdα 'ντετσούρτα, μπέλκι να ντα βρίσ̑κεις
(Πήγαινε ψάξε εκεί πέρα, μήπως τα βρεις)
Μισθ.
-Φατ.
Να υπάεις πιο 'τεκειάορτα
(Να πας εκεί πέρα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.