εγιρτζές
(ουσ. αρσ.)
εγιρτζές
[eʝirˈdzes]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. eğrice = είδος αλογόμυγας, με μετάθ. υγρού.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024