εγίπ ( σύνδ.,
μόρ.
)
εγίπ
[eˈʝip]
Ουλαγ.
αγίπ
[aˈʝip]
Ουλαγ.
εΐπ
[eˈip]
Ουλαγ.
αΐπ
[aˈip]
Ουλαγ.
...
εγιρτζές
(ουσ. αρσ.)
εγιρτζές
[eʝirˈdzes]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. eğrice = είδος αλογόμυγας, με μετάθ. υγρού.