εδαρέ
(επίρρ.)
εdερέ
[edeˈre]
Τελμ.
αdερέ
[adeˈre]
Σίλ.
αδαρά
[aðaˈra]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Χαλβάντ.
'δαρά
[ðaˈra]
Μαλακ., Φλογ.
'δαριά
[ðaˈrʝa]
Γούρδ.
'ντερά
[deˈra]
Αξ., Σίλ.
'τερά
[teˈra]
Σίλ.
'ντεριά
[deˈrʝa]
Αραβαν., Γούρδ.
αdεριά
[adeˈrʝa]
Τελμ.
'νταρά
[daˈra]
Μισθ., Τροχ.
'ντιαρά
[dʝaˈra]
Μισθ.
'ντιαριά
[dʝaˈrʝa]
Μισθ.
'ντερέ
[deˈre]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ.
'ζαριά
[zaˈrʝa]
Σίλ.
'ζαγιά
[zaˈʝa]
Σίλ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐδάρε-εδάρτε = τώρα (πβ. Διγ. Esc. 356 «ἐδάρε μὲ κακοδικεῖς»), το οπ. από το τοπ. επίρρ. εδά και το αρχ. χρον. επίρρ. ἄρτι = τώρα ή το δεικτικό έδε (< ἰδέ) και ἄρτι (βλ. και Τριανταφυλλίδης 1938: 207)· η κατάλ. -ρε αντί -ρτε λόγω επανανάλυσης ως ρηματ. τύπ. πληθ. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Λεξ. Κριαρ. από την προστακτ. του ρ. αἴρω. Ο τύπ. αdερέ με μετάθ. των [e] και [a] και με κλειστοποίηση του [ð] > [d].
1. Τώρα, αυτή την στιγμή
ό.π.τ.
:
Αdερέ να έρτσ̑εις
(Να έρθεις τώρα)
Σίλ.
-Dawk.
Τσι να γίνουμ' εμείς αdεριά
(τι θα απογίνουμε εμείς τώρα;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ογώ 'ντερέ τι να ’ένω;
(εγώ τώρα τι θα γίνω;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τι να ποίκ' αδαρά;
(Τι να κάνει τώρα;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Απ’ εσέ κρεύω 'ντερέ ένα ντιλέκ
(από σένα γυρεύω τώρα μιά χάρη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ντερά γρύστα κι, να πέσουμι
(τώρα γδύσου για να πέσουμε (να κοιμηθούμε)
Σίλ.
-Dawk.
'ντερά 'ντεκειά ρώτσ̑ησι qουγιουμνdζ̑ή του σπίτσ̑ι
(Αποκεί ρώτησε για το σπίτι του χρυσοχόου)
Σίλ.
-Dawk.
Ντεριά να έρτουμ'
(Τώρα θα έρθουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ωζ 'ντεριά φύλαξαμ' σε
(Ως τώρα σε περιμέναμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αδαρά γρόθιασέ μας Θεγός
(Τώρα μας τιμώρησε ο Θεός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Nταρά μπασλαΐζ'νι ντα κουνούπια
(Tώρα αρχίζουν τα κουνούπια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πγίνω 'ντερέ
(Tώρα πίνω)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Σ̑ύ ως 'ζαριά χιτσ̑ παρά ρεν ύριψις
(Εσύ ως τώρα καθούλου χρήματα δεν ζήτησες)
Σίλ.
-Dawk.
Α συννύφτσα, συννύφτσα, αdεριά καταρίσου το φσ̑άχ'
(Ω συννυφάδα, συννυφάδα, τώρα καταράσου το παιδί σου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατά ανακρουζιέδι δαρά, αγκλαϊζ' ένα σ̑έ', αγκλαϊζ';
(Αυτή ακούει τώρα, καταλαβαίνει τίποτα, καταλαβαίνει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
'ντερέ 'ντερέ
(τώρα τώρα˙ πριν λίγο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντιαρα̈́ ή στέρια
(Τώρα ή αργότερα˙ Αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή)
Μισθ.
-Φατ.
Ως κι 'δαρά
(Ως και τώρα˙ Ως τώρα, μέχρι τούδε)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Ασμ.
Άγ'με εσύ 'ς τη μάνα μας κι εγώ αδαρά θε νάρτω
(Πήγαινε συ στην μάνα κι εγώ θενά 'ρθω τώρα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αντά :2, αρέ, αρέτσα, καινούργια, τώρα
2. Τότε, εκείνη την στιγμή
Αξ., Αραβαν., κ.α.
:
Ντεριά ήρτε το ϋτσϋνdζ̑ΰ χαϊβάν, ντιλκίς
(Τότε ήρθε το τρίτο ζώο, η αλεπού)
Αραβαν.
-Dawk.
Λαγός ντερέ βοσ̑κά
(Ο λαγός τότε βοσκάει)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
όζαμαν, τότε