ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εγέρι (ουσ. ουδ.) εγέρι [eˈʝeri ] Αραβαν., Σινασσ. εγέρ’ [eˈʝer ] Αραβαν., Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. eyer = σέλλα.
Σέλλα, σαμάρι ό.π.τ. : Τα γέμια τ’ ασ' το αλτίν' και το εγέρι τ’ ασ' το γατιφέ (Τα γκέμια του (αλόγου) ήταν από χρυσάφι και η σέλλα του από βελούδο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. παλάνι, σαμάρι