εγέρι
(ουσ. ουδ.)
εγέρι
[eˈʝeri ]
Αραβαν., Σινασσ.
εγέρ’
[eˈʝer ]
Αραβαν., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. eyer = σέλλα.