εβλεμή
(ουσ. θηλ.)
εβλεμή
[evleˈmi]
Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avlağı = άλως ηλίου ή σελήνης (THADS, λ. avla I). Εσφαλμένη η παλαιότερη σύναψη με το μεταγν. επίθ. εὐλαμπής = λαμπερός (Αρχέλαος 1899: 235, Dawkins 1916: 81, 597).
Ήλιος
ό.π.τ.
:
Στάθην τζαλίγο στην εβλεμή, έζεσεν το κορμί τ'
(Έκατσε λίγο στον ήλιο, ζεστάθηκε το σώμα του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Η εβλεμή βούτ'σεν
(Ο ήλιος βούτηξε˙ ο ήλιος έδυσε)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
|| Ασμ.
Εδώ εβλεμή δε τσαλντά, νερά κε περιπατούνε
(Εδώ ήλιος δεν φτάνει, νερά δεν τρέχουν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
ήλιος