εγέδα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
Πληθ.
εγέδα
[eˈʝeða]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. eğe = καθένα από τα οστά του θώρακα, πλευρό.
Οστά της λεκάνης
Φάρασ.