ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβλέντημα (ουσ. ουδ.) εβλένdημα [eˈvlendima] Μισθ. αβλάνdημα [aˈvlandima ] Μισθ. Από το ρ. εβλεντίζω, όπου και εβλενdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παντρειά Μισθ. : Ντ’ αβλάντημα τι ντου κρεύιξιν ντιαρά; (Την παντρειά τι την ήθελε τώρα;) Μισθ. -Κοτσαν. Σάλνταναμ ντου μισταρή να γκιαλαέψ' για φσ̑αχού ντου εβλένdημα (Στέλναμε τον μισταρή να μιλήσει για το παντρολόγημα του παιδιού) Συνών. δοίκημα