εβλέντημα
(ουσ. ουδ.)
εβλένdημα
[eˈvlendima]
Μισθ.
αβλάνdημα
[aˈvlandima ]
Μισθ.
Από το ρ. εβλεντίζω, όπου και εβλενdώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παντρειά
Μισθ.
:
Ντ’ αβλάντημα τι ντου κρεύιξιν ντιαρά;
(Την παντρειά τι την ήθελε τώρα;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάλνταναμ ντου μισταρή να γκιαλαέψ' για φσ̑αχού ντου εβλένdημα
(Στέλναμε τον μισταρή να μιλήσει για το παντρολόγημα του παιδιού)
Συνών.
δοίκημα