εβίβα
(επιφ.)
εβίβα
[eˈviva]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το βεν. eviva (< e viva), πβ. ιταλ. evviva. Πβ. νεότ. βίβα και τουρκ. viva.
Επιφώνημα σε πρόποση, εβίβα, στην υγειά σου
ό.π.τ.