ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εβδομάδι (ουσ. ουδ.) 'βντομάι [vdοˈmai] Αξ. Θηλ. 'βντομάια [vdοˈmaia] Αξ. οβντουμάγια [οvduˈmaʝa] Αξ. Από το νεότ. ουσ. βδομάδι, το οπ. πιθ. από το ουσ. εβδομάδα, όπου και τύπ. 'βντομά, και το παραγωγ. επίθμ. , αλλά πβ. και το μεσν. επίθ. ἑβδομάδιος = της έβδομης ημέρας, την έβδομη ημέρα. Οι θηλ. τύπ. αναλογ. προς το ουσ. εβδομάδα.
Εβδομάδα : Ένα ’βντομάι ολόκληρο σ̑άνισκάμ’ ντο μαθήματα (Μια εβδομάδα ολόκληρη της κάναμε μαθήματα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. εβδομάδα, Κυριακή