εβδομάδι
(ουσ. ουδ.)
'βντομάι
[vdοˈmai]
Αξ.
Θηλ.
'βντομάια
[vdοˈmaia]
Αξ.
οβντουμάγια
[οvduˈmaʝa]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. βδομάδι, το οπ. πιθ. από το ουσ. εβδομάδα, όπου και τύπ. 'βντομά, και το παραγωγ. επίθμ. -ι, αλλά πβ. και το μεσν. επίθ. ἑβδομάδιος = της έβδομης ημέρας, την έβδομη ημέρα. Οι θηλ. τύπ. αναλογ. προς το ουσ. εβδομάδα.