ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έβγα (ουσ. ουδ.) έβγα [ˈevɣa] Σινασσ. έβγια [ˈevʝa ] Αραβαν. όβγαν [ˈovɣan] Τελμ. Από μεσν. ουσ. ἔβγα, πβ. Πόλ. Τρωάδ. 14166 «Ἔβγα εἶχε μικρότατον, μὲ βίαν ἐφαινέτον, ἔνδοθεν εἶχε φάραγγας», το οπ. από την προστακτ. του ρ. βγαίνω.
Τοπικώς ή χρονικώς, η έξοδος, το τέλος ό.π.τ. : Έμα έβγα ’μπάλιωσες τα παπούτζ̑α σ’ (Με το πήγαιν' έλα πάλιωσες τα παπούτσια σου) Σινασσ. -Αρχέλ. Το έβγα του μηνός (Το τέλος του μήνα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Έμα έβγα (Μπες-βγες˙ η κατ' επανάληψη είσοδος και έξοδος) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. ’ς όμbαν έκοψεν ερημιά, και ’ς όβγαν χίλ’ ερημιά (Όταν μπήκε προκάλεσε καταστροφή, στην έξοδο χίλιες καταστροφές) Τελμ. -ΚΜΣ 63 Συνών. άκρα, βγαίνημα, βγαίντσιμο, τέλος