βγαίνημα
(ουσ. ουδ.)
βγι̂́νημα
[ˈvɣɯnima]
Ουλαγ.
ξέβημα
[ˈksevima]
Σίλ.
Απὀ το ρ. βγαίνω, όπου και τύπ. βγι̂́νω και ξεβαίνου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Η ενέργεια του να βγαίνει κανείς, η έξοδος
Ουλαγ.
:
Ούλ-λα έπ'κες τα άλλε, όξω ντο βγι̂́νημα σ' 'πόμ'νε
(Όλα τα άλλα τα έκανες, σου έμεινε το να βγαίνεις έξω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
βγαίντσιμο, βγάλμα :2
2. Ανέβασμα, ανάβαση
ό.π.τ.
:
Ντο ντώμα ντο βγι̂́νημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι
(Στο δώμα το ανέβασμα δεν είναι τίποτα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Με αυτό τ’ ξέβημα κουράσ'κα
(Με αυτή την ανάβαση κουράστηκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
βγάλμα :3