ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγαίνημα (ουσ. ουδ.) βγι̂́νημα [ˈvɣɯnima] Ουλαγ. ξέβημα [ˈksevima] Σίλ. Απὀ το ρ. βγαίνω, όπου και τύπ. βγι̂́νω και ξεβαίνου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Η ενέργεια του να βγαίνει κανείς, η έξοδος Ουλαγ. : Ούλ-λα έπ'κες τα άλλε, όξω ντο βγι̂́νημα σ' 'πόμ'νε (Όλα τα άλλα τα έκανες, σου έμεινε το να βγαίνεις έξω) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βγαίντσιμο, βγάλμα :2
2. Ανέβασμα, ανάβαση ό.π.τ. : Ντο ντώμα ντο βγι̂́νημα ένα σ̑έι ντέ 'ναι (Στο δώμα το ανέβασμα δεν είναι τίποτα) Ουλαγ. -Κεσ. Με αυτό τ’ ξέβημα κουράσ'κα (Με αυτή την ανάβαση κουράστηκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. βγάλμα :3