βάφτισμα
(ουσ. ουδ.)
βάπτισμα
[ˈvaptizma]
Φάρασ.
βάφτισμα
[ˈvaftizma]
Ανακ.
βάφτσ̑ισμα
[ˈvaftʃizma]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
μάφτισμα
[ˈmaftizma]
Ουλαγ.
βάφτσ̑ημα
[ˈvaftʃima]
Σίλ.
μάφτημα
[ˈmaftima]
Τσαρικ.
Aπό το μεταγν. ουσ. βάπτισμα.
Bάπτιση, η χριστινική τελετή της ονοματοδοσίας
ό.π.τ.
:
Του βαφτισμάτου το κερί
(Η λαμπάδα της βάφτισης)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Άμα πεσανίσκιτ' χωρίς βάφτσ̑ισμα, 'ενίσκιτι οπμάσκαλους
(Άμα πεθάνει χωρίς βάφτισμα, γίνεται βρυκόλακας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μεγάλουσι τσι μάφτημα ντεν ντου μάφ’σαν
(Μεγάλωσε και βαφτίσια δεν το βάφτισαν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
βάφτιση, βαφτίσια :1, φώτιση :2, φώτισμα :3