ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάφτισμα (ουσ. ουδ.) βάπτισμα [ˈvaptizma] Φάρασ. βάφτισμα [ˈvaftizma] Ανακ. βάφτσ̑ισμα [ˈvaftʃizma] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. μάφτισμα [ˈmaftizma] Ουλαγ. βάφτσ̑ημα [ˈvaftʃima] Σίλ. μάφτημα [ˈmaftima] Τσαρικ. Aπό το μεταγν. ουσ. βάπτισμα.
Bάπτιση, η χριστινική τελετή της ονοματοδοσίας ό.π.τ. : Του βαφτισμάτου το κερί (Η λαμπάδα της βάφτισης) Ανακ. -Κωστ.Α. Άμα πεσανίσκιτ' χωρίς βάφτσ̑ισμα, 'ενίσκιτι οπμάσκαλους (Άμα πεθάνει χωρίς βάφτισμα, γίνεται βρυκόλακας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μεγάλουσι τσι μάφτημα ντεν ντου μάφ’σαν (Μεγάλωσε και βαφτίσια δεν το βάφτισαν) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. βάφτιση, βαφτίσια :1, φώτιση :2, φώτισμα :3