βαστερός
(επίθ.)
βαστερός
[vasteˈros]
Σινασσ.
βαστερό
[vasteˈro]
Μαλακ.
Από το ρ. βαστώ και το παραγωγ. επιθμ. -ερός. Κατά το ΙΛΝΕ (λ. βασταγερός) από το διαλεκτ. επίθ. βασταγερός με αποβ. μεσοφωνηεντ. [ʝ].