ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βασιλόπιτα (ουσ. θηλ.) βασ̑ιλόπιτα [vaʃiˈlopita] Σίλατ. Aπό το όν. Bασίλειος και το ουσ. πίτα.
Πίτα ειδικά φτιαγμένη για την γιορτή του Aγίου Βασιλείου, που κόβεται και μοιράζεται την Πρωτοχρονιά : Είπεν ντο μάνα τ' να τα ψ̑ήσ̑' βασ̑ιλόπιτες (Είπε στην μάνα του να τους ψήσει βασιλόπιτες) Σίλατ. -Dawk.