βασιλόπιτα
(ουσ. θηλ.)
βασ̑ιλόπιτα
[vaʃiˈlopita]
Σίλατ.
Aπό το όν. Bασίλειος και το ουσ. πίτα.
Πίτα ειδικά φτιαγμένη για την γιορτή του Aγίου Βασιλείου, που κόβεται και μοιράζεται την Πρωτοχρονιά
:
Είπεν ντο μάνα τ' να τα ψ̑ήσ̑' βασ̑ιλόπιτες
(Είπε στην μάνα του να τους ψήσει βασιλόπιτες)
Σίλατ.
-Dawk.