ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάτι (ουσ. ουδ.) βάτι [ˈvati] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. vaat = υπόσχεση, όπου και διαλεκτ. τύπ. vad.
Παραγγελιά, εντολή : || Παροιμ. 'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όντουνους κορίτσι 'α πάρει, να 'κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι 'στέρου ν’dα πάρει (Εγώ αφήνω διαταγή στα παιδιά μου: οποιανού κορίτσι κι αν πάρει, ν' ακούσει την φωνή της και μετά να την πάρει˙ να μην παντρεύεται κανείς πριν γνωρίσει καλά την γυναίκα που θα πάρει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. βασιγέτι :2