βάτι
(ουσ. ουδ.)
βάτι
[ˈvati]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vaat = υπόσχεση, όπου και διαλεκτ. τύπ. vad.
Παραγγελιά, εντολή
:
|| Παροιμ.
'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όντουνους κορίτσι 'α πάρει, να 'κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι 'στέρου ν’dα πάρει
(Εγώ αφήνω διαταγή στα παιδιά μου: οποιανού κορίτσι κι αν πάρει, ν' ακούσει την φωνή της και μετά να την πάρει˙ να μην παντρεύεται κανείς πριν γνωρίσει καλά την γυναίκα που θα πάρει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
βασιγέτι :2