βατώνη
(ουσ. θηλ.)
βατώνη
[vaˈtoni]
Φάρασ.
Από το ουσ. βάτος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας. Ο τύπ. θηλ. αναλογ. από τον πληθ. βατώνες. Πβ. ΙΛΝΕ λ. βατώνας.
Τόπος γεμάτος βάτους
Πβ.
βάτος