βαχσί
(επίθ.)
βαχσί
[vaxˈsi]
Μισθ.
Πληθ.
βαχτσήροι
[vaxˈtsiri]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. vahşi = α) άγριος, κτηνώδης β) ακοινώνητος.
2. Ανόητος, βλάκας
Μισθ.
Συνών.
αβανάκος, Πβ.
βαχσώνας, Αντίθ
ακιλής, αντικάς :2, αχαμνός :3, κεσκίνι :2