ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβανάκος (επίθ.) αβανάκ [avaˈnak] Αξ. αβανάχ [avaˈnax] Μισθ. αβανάχ̇ι [avaˈnaxi] Φάρασ. αβανάχος [avaˈnaxos] Φάρασ. Θηλ. αβανάχτ͑σα [avaˈnaxtʰsa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. avanak =χαζός (< αρμεν. havanag = γαϊδουράκι), όπου και διαλεκτ. τύπ. avanah. Η λ. με τύπ. αβανάκης, αβανάκ’ς σε διάφορα ν.ε. ιδιώμ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀβανάκης).
Ανόητος, χαζός ό.π.τ. : Χαϊρσούζ̑α ινdζ̑άν’, αβανάχια, χιτς ντεν ανgλαΐζ’νι! (Αχαΐρευτοι άνθρωποι, ηλίθιοι, τίποτα δεν καταλαβαίνουν!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αγναμάζης, ακιλσούζης, αναγροίκιστος, ανξιούζης, ανόητος, απτάλης, χαϊβάνι :2