αβάρι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αβάρια
[aˈvarʝa]
Αραβ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avar = λαχανικά.
1. Στον πληθ., λαχανικά
Αραβ.
:
Τα χορτάρια, τα αβάρια και τα γεννήματα κάγανε
(Τα χορτάρια, τα λαχανικά και τα σιτηρά ξεράθηκαν)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Συνών.
ζαρζαβάτι