ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβάρι (ουσ. ουδ.) Πληθ. αβάρια [aˈvarʝa] Αραβ., Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avar = λαχανικά.
1. Στον πληθ., λαχανικά Αραβ. : Τα χορτάρια, τα αβάρια και τα γεννήματα κάγανε (Τα χορτάρια, τα λαχανικά και τα σιτηρά ξεράθηκαν) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Συνών. ζαρζαβάτι
2. Στον πληθ., όσπρια Σινασσ. Πβ. αγτζουμπέγκι :2, λαθύρι