ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβγόνι (ουσ. ουδ.) αβγόνι [aˈvɣoni] Αραβαν. αβγόν’ [aˈvɣon] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. avgun, avğun, avgon = σκεπαστό αποξηραντικό κανάλι, πβ. περσ. avghum. Για την λ. βλ. Τζιτζιλής (1982: 437), Καραποτόσογλου (2003: 188). Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. αβγούνι.
1. Οχετός με ακάθαρτα ύδατα : Σο τσ̑ούχος απαπ’κάτω ήτον ένα αβγόν’ γκαι εκεί χανότουν το λερό (Κάτω από τον τοίχο ήταν μιά αποχέτευση και εκεί χανόταν το νερό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. λαγούμι :2
2. Λακκούβα. Συνών. γούβα, τσουχούρι