αβγόκκο
(ουσ. ουδ.)
’βόκ-κο
[ˈvokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. αβγό, όπου και τύπ. ’βό, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Αβγό
:
Ήφαρανε τζ̑αι τη μάν’ ντου σο σπίτιν ντουνε· γεννάνκε κάdα ημέρα ’πέ ’βόκ-κο
(Φέρανε και την μητέρα τους (ενν. των πουλιών) στο σπίτι τους· γεννούσε κάθε μέρα από ένα αβγό)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αβγό