ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβγόκκο (ουσ. ουδ.) ’βόκ-κο [ˈvokko] Φάρασ. Από το ουσ. αβγό, όπου και τύπ. ’βό, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Αβγό : Ήφαρανε τζ̑αι τη μάν’ ντου σο σπίτιν ντουνε· γεννάνκε κάdα ημέρα ’πέ ’βόκ-κο (Φέρανε και την μητέρα τους (ενν. των πουλιών) στο σπίτι τους· γεννούσε κάθε μέρα από ένα αβγό) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αβγό