αβλάντημα
(ουσ. ουδ.)
αβλάdημα
[aˈvladima]
Ουλαγ.
αβλάτ’μα
[aˈvlatma]
Φάρασ.
Από το ρ. αβλαντίζω, όπου και τύπ. αβλαdώ (θ. αορ. αβλαdη-), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.