αβτζιλίκι
(ουσ. ουδ.)
αβdζ̑ιλίκ̇ι
[avdʒiˈliki]
Φάρασ.
αβτζιλίχ̇ι
[avdziˈlixi]
Φάρασ.
αβτζιλι̂́κ’
[avdziˈlɯk]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. avcılık = κυνήγι, όπου και διαλεκτ. τύπ. avcılıh.
2. Κυνηγετική περίοδος
:
Τσ̑ας όρσανε τ’ αβdζ̑ιλίκι τουνε, το ’ρκούδι ποσ̑άλτσεν το μενdζ̑ιλίσ̑ι
(Όταν όρισαν την κυνηγετική περίοδο, η αρκούδα διέλυσε την συνέλευση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πβ.
αβλίχι