ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αβτζιλίκι (ουσ. ουδ.) αβdζ̑ιλίκ̇ι [avdʒiˈliki] Φάρασ. αβτζιλίχ̇ι [avdziˈlixi] Φάρασ. αβτζιλι̂́κ’ [avdziˈlɯk] Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. avcılık = κυνήγι, όπου και διαλεκτ. τύπ. avcılıh.
1. Κυνήγι : Σα ποίον τη μερέ πας ’ς αβτζιλίχ̇ι; (Σε ποια μεριά πας για κυνήγι;) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αβλάντημα, κυνήγι, αβλίχι, άβι
2. Κυνηγετική περίοδος : Τσ̑ας όρσανε τ’ αβdζ̑ιλίκι τουνε, το ’ρκούδι ποσ̑άλτσεν το μενdζ̑ιλίσ̑ι (Όταν όρισαν την κυνηγετική περίοδο, η αρκούδα διέλυσε την συνέλευση) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
Πβ. αβλίχι