ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγαπητικός (ουσ.) αγαπητικός [aɣapitiˈkos] Μισθ. αγαπ’τικός [aɣaptiˈkos] Ανακ. γαπ’τικός [ɣaptiˈkos] Μισθ., Φάρασ. ’καπ’τικός [kaptiˈkos] Μισθ., Φάρασ. απ’τικός [aptiˈkos] Σίλατ., Φλογ. Aπό το μεταγν. επίθ. ἀγαπητικός > νεότ. ἀγαφτικός (Λεξ. Βλαχ.)· οι συνθηματ. σημ. αρχικά ειρων.-ευφημητ. Βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἀγαπητικός.
1. Αγαπημένος Μισθ. : Τέτοιο αγαπητικό παιδί δεν υπάρχει τώρα (Τέτοιο αγαπημένο παιδί δεν υπάρχει τώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μουχαμπετλούς, σεβνταλού
2. Φίλος Μισθ., Φάρασ. : Τσειόουν πεινασμένου ’γαπ’τικός (Ήταν πεινασμένος ο φίλος) Μισθ. -Μακρ. Έμbου τσ̑’ εσύ ε γαπ’τικέ, να φας να χορτάσ’ η τσ̑οιλία σου! (Mπες κι εσύ, ω φίλε μου, να φας να χορτάσει η κοιλιά σου!) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έν το καό μου ο ’γαπ’τικός, ένι ο χωρίος μου (Είναι ο καλός μου φίλος, είναι ο συγχωριανός μου) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. αρκαντάσης, αχπάπης, γιολντάσης
β. Ξένος, φιλοξενούμενος Μισθ. : Το ’καπ’τικό σ’ στρώσι τ’ ντου σπιτ’, ας κοιμηχεί (Στρώσε για τον ξένο σου μέσα στο σπίτι, για να κοιμηθεί ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
γ. Άγνωστο πρόσωπο Μισθ. : Ατά ’γαπ’τικό τις ’νι; (Αυτός ο τύπος ποιος είναι; ) Μισθ. -Μακρ.
3. Εραστής Μισθ. : ’ς Φλώρινα σπούδαζι, ’δετσού γνώρισι τσι ’ου ’γαπ’τικό τ’ (Στην Φλώρινα σπούδαζε, εκεί γνώρισε και τον αγαπητικό της) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Συνθηματ., Τούρκος Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. Συνών. αγαρανός, ασπροκέφαλος, δράκος :2, κροτάλι :3, λεγάμενος
β. Συνθηματ., εργοδότης Μισθ.
γ. Συνθηματ., χωροφύλακας Μισθ.