κροτάλι
(ουσ. ουδ.)
κροτάλι
[kroˈtali]
Φάρασ.
κροτάρι
[kroˈtari]
Τσουχούρ.
Πληθ.
κροτάλε
[kroˈtale]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κροτάλιον = κρεμαστά σκουλαρίκια που «κροταλίζουν» καθώς συγκρούονται μεταξύ τους. Η σημασία «κρουστό όργανο, κρόταλο» πρώιμ. μεσν.
β.
Κατ' επέκτ., η ώρα
Φάρασ.
:
Ήταν α μέγο σπήλος σο κάζιν 'πέσου, γιαρίμι κροτάλε 'σ' το Βαρασό
(Ήταν μιά μεγάλη σπηλιά μέσα στο κοίλωμα του βράχου, μισή ώρα από τα Φάρασα
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Το βαρδάρι του μύλου, ένα ξυλάκι που πάλλεται ρυθμικά καθώς χτυπά πάνω στο κινούμενο λιθάρι του νερόμυλου
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ο μύος πήε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε;
(Τον μύλο τον πήρε το ρέμα και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολούνται με ήσσονος σημασίας ζητήματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ότις τζ̑ο 'υρεύει να 'κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζ̑ο πααίνει
(Όποιος δε θέλει ν' ακούσει τα βαρδάρια, στο μύλο δεν πηγαίνει˙ Προτροπή να μην εμπλεκόμαστε σε κάτι αν δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τις συνέπειες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Γενικότ., οποιοδήποτε τεχνητό αντικείμενο λειτουργεί παράγοντας θόρυβο, όπως ρολόι, μηχανή, τουφέκι κ.τ.ό.
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Πού έν' το κροτάλι;
(Πού είναι το μηχάνημα;˙ Για τους ανόητους, που είναι σαν να μην λειτουργεί το μυαλό τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
κρότος
4. Συνθηματ., ο Τούρκος
Φάρασ.
:
Ήρτε το κροτάλ', 'α φύουμε
(Ήρθε ο Τούρκος, να φύγουμε)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
αγαπητικός, ασπροκέφαλος