ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κροτάλι (ουσ. ουδ.) κροτάλι [kroˈtali] Φάρασ. κροτάρι [kroˈtari] Τσουχούρ. Πληθ. κροτάλε [kroˈtale] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κροτάλιον = κρεμαστά σκουλαρίκια που «κροταλίζουν» καθώς συγκρούονται μεταξύ τους. Η σημασία «κρουστό όργανο, κρόταλο» πρώιμ. μεσν.
1. Σήμαντρο, καμπάνα Τσουχούρ., Φάρασ. : Σάμου κρούνκινι το κροτάρι 'ζ εκκλεσίας τσ̑ίπ τουν πααίγκανι σην εκκλεσία (Όταν χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας όλοι τους πήγαιναν στην εκκλησία) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. καμπάνα, σήμαντρο, ταχτάς
β. Κατ' επέκτ., η ώρα Φάρασ. : Ήταν α μέγο σπήλος σο κάζιν 'πέσου, γιαρίμι κροτάλε 'σ' το Βαρασό (Ήταν μιά μεγάλη σπηλιά μέσα στο κοίλωμα του βράχου, μισή ώρα από τα Φάρασα ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Το βαρδάρι του μύλου, ένα ξυλάκι που πάλλεται ρυθμικά καθώς χτυπά πάνω στο κινούμενο λιθάρι του νερόμυλου Φάρασ. : || Παροιμ. Ο μύος πήε σο σ̑έλι τσ̑αι συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε; (Τον μύλο τον πήρε το ρέμα και εσύ ψάχνεις ακόμη τα βαρδάρια του;˙ για όσους μέσα σε μεγάλη συμφορά ασχολούνται με ήσσονος σημασίας ζητήματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ότις τζ̑ο 'υρεύει να 'κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζ̑ο πααίνει (Όποιος δε θέλει ν' ακούσει τα βαρδάρια, στο μύλο δεν πηγαίνει˙ Προτροπή να μην εμπλεκόμαστε σε κάτι αν δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τις συνέπειες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Γενικότ., οποιοδήποτε τεχνητό αντικείμενο λειτουργεί παράγοντας θόρυβο, όπως ρολόι, μηχανή, τουφέκι κ.τ.ό. Φάρασ. : || Φρ. Πού έν' το κροτάλι; (Πού είναι το μηχάνημα;˙ Για τους ανόητους, που είναι σαν να μην λειτουργεί το μυαλό τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. κρότος
4. Συνθηματ., ο Τούρκος Φάρασ. : Ήρτε το κροτάλ', 'α φύουμε (Ήρθε ο Τούρκος, να φύγουμε) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. αγαπητικός, ασπροκέφαλος