κρούεμα
(ουσ. ουδ.)
κρούεμα
[ˈkruema]
Φάρασ.
Από το ρ. κρούω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Χτύπημα
Συνών.
δόσιμο :3, δόσμα, κοπανιά, κρούσιμο :1, τοκάτι, τσάκωμα :2
Τροποποιήθηκε: 02/06/2025