ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάκωμα (ουσ. ουδ.) τσάκωμα [ˈtsakoma] Αξ., Αραβ., Γούρδ., Φλογ. τσ̑άκουμα [ˈtʃakuma] Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. σάκωμα [ˈsakoma] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. τσάκωμα (γρ. τζάκωμα), το οπ. από μεσν. ρ. τσακώνω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Σπάσιμο, θραύση ό.π.τ.
β. Κάταγμα Αραβ., Μαλακ., Μισθ.
γ. Κοπάνισμα, π.χ. πληγουριού Αξ.
2. Χτύπημα Αξ. Συνών. δόσιμο, δόσμα, κοπανιά, κρούσιμο, τοκάτι
3. Τσάκιση ενδύματος Μαλακ.