τσάκωμα
(ουσ. ουδ.)
τσάκωμα
[ˈtsakoma]
Αξ., Αραβ., Γούρδ., Φλογ.
τσ̑άκουμα
[ˈtʃakuma]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
σάκωμα
[ˈsakoma]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. τσάκωμα (γρ. τζάκωμα), το οπ. από μεσν. ρ. τσακώνω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Σπάσιμο, θραύση
ό.π.τ.
β.
Κάταγμα
Αραβ., Μαλακ., Μισθ.
γ.
Κοπάνισμα, π.χ. πληγουριού
Αξ.
3. Τσάκιση ενδύματος
Μαλακ.