τσακού
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ακού
[tʃaku]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çakı (< περσ. çaku) = σουγιάς. Πβ. νεότ. ουσ. τζάκος.
Σουγιάς