ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακιρκάν (ουσ. ουδ.) τσακιρκιάν [tsacirˈcan] Μισθ. τσ̑ακιρτσάν [tʃacirˈtsan] Μισθ. τσ̑εκιργκέ [tʃecirˈɟe] Ανακ., Αξ., Δίλ., Ποτάμ., Φλογ. τσεκιρκέ [tsecirˈce] Φλογ. τσεκιργέ [tseciˈrʝe] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ çağirtka ή çekirge = α) γρύλλος β) ακρίδα. Ο τύπ. τσακιρκιάν από την διαλεκτ. φρ. çağırgan fatma = είδος μαύρης ακρίδας, με παράλειψη του ουσ. fatma (THADS 3, λ. çağırgan fatma).
Ακρίδα ό.π.τ. : Γιομώχην τ' ορταλούχ' τσακιρκάνια (Γέμισε ο τόπος ακρίδες) Μισθ. -Κοτσαν. Ήρτι τσ̑εκιργκέ, γιομώθαν τα φκόνια (Ήρθε ακρίδα, γέμισαν οι θημωνιές) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σα σπίτια τα τσεκιργέ ασ’ το κάπνι καταβαίνισκαν (Στα σπίτια οι ακρίδες κατέβαιναν από τις καμινάδες) Φλογ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Ένα, δύο, τρία χρόνια ασ’ το τσ̑εκιργκέ (Ένα δύο, τρία χρόνια από την ακρίδα˙ Για τον χρονικό προσδιορισμό γεγονός βάσει της τελευταίας καταστροφής που προκάλεσαν οι ακρίδες το 1915) Ανακ. -Κωστ.Α.