τσακίρης
(επίθ.)
τσ̑αχίρ
[tʃaˈçir]
Φάρασ.
τσ̑ακούρης
[tʃaˈkuris]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. çakır = γαλάζιος, για μάτια, όπου και διαλεκτ. τύπ. çahır. Η λ. ως επών. ήδη νεότ.