τσακοντώ
(ρ.)
τσακονdώ
[tsakonˈdo]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
τσ̑ακοντώ
[tʃakonˈdo]
Ανακ., Μισθ.
σακονdώ
[sakon'do]
Ουλαγ., Φλογ.
σακονdού
[sakon'du]
Ουλαγ.
Αόρ.
τσακόντ'σα
[tsaˈkondsa]
Μαλακ.
Πιθ. από το αρχ. ρ. ἐξακοντίζω (Κριαρ.ς 1988: Β., σ. 206). Κατ' άλλους από το τουρκ. ρ. çöğdürmek = α) εκτοξεύω υγρό β) ουρώ σε δημόσιο χώρο (βλ. Redhouse).
Για άνδρες, κατουρώ
ό.π.τ.
:
Tσ̑ακονdώ ’ς γογξιού μ' ντου μπουτσ̑άχ'
(Kατουρώ στην γωνία του γείτονά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Στάα πέρα στη στράτα να τσακοντήσω λίο
(Στάθηκα στην άκρη του δρόμου να κατουρήσω λίγο)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Εκείνου ου γιοργάν παντέμ ντου γαϊdούρ ντου τσιακόνσι, αχτσιά τσ̑όουν κίτρινο
(Εκείνο το πάπλωμα λες και το γαϊδούρι το κατούρησε, τόσο κίτρινο ήταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σακοντώ απάνω
(Κατουρώ επάνω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Γιάι τσ̑ακόντσ̑ις σου πλεφρό μέσα;
(Γιατί κατούρησες μέσα στο πηγάδι;)
Μισθ.
-Μακρ.
Κατέβασε τα βρακιά τ' για να τσακοντήσει σο οντά
(Κατέβασε τα βρακιά του για να κατουρήσει μέσα στο δωμάτιο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Τσακόνσεν 'ς όλιο qαρσού
(Κατούρησε προς τη μεριά του ήλιου˙ Για ανόητες και ανυπόστατες κατηγορίες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ατο σ' χωρανούς γιαρά ντε τσ̑ακοντά
(Αυτός ούτε σε αλλουνού πληγή δεν κατουρά (ενν. για απολύμανση)˙ Για τους άκαρδους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
κατουρώ