τσακουτσάτης
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
τσακουτσάτοι
[tsakuˈtsati]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσακούτσι και το παραγωγ. επίθμ. -άτος.
Σφυροκόπος, κοπανιστής αυτός που κοπανάει το στάρι με σφυρί για να γίνει πλιγούρι