ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλγκί (ουσ. ουδ.) τσ̑αλγκι̂́ [tʃalˈgɯ] Αξ. τσ̑αλγι̂́ [tʃalˈɣɯ] Αραβαν. τσ̑αλγού [tʃalˈɣu] Σίλ. Αρσ. τσαλγ̇ής [tʃalˈɣis] Φάρασ. τσ̑αλγούς [tʃalˈɣus] Φάρασ. Πληθ. τσαλγίδια [tsalˈʝiðʝa] Μαλακ. τσ̑αλγι̂́για [tʃalˈɣɯʝa] Τελμ. τσαλγ̇ίδε [tsalˈɣiðe] Αφσάρ., Φάρασ. τσαλqι̂́δια [tsalˈqɯðʝa] Φλογ. τσαλγούδια [tsalˈɣuðʝa] Ποτάμ. τσαλγκιά [tsalˈɟa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. çalgı (< παλ. τουρκ. çalğu) = α) μουσικό όργανο β) ενόργανη μουσική γ) ως διαλεκτ. σημ., εργαλείο γενικώς, όπου και διαλεκτ. τύπ. çalğı, çalğu (THADS, λ. çalğu).
1. Moυσικό όργανο ό.π.τ. : Σεράνdα μέρες και σεράνdα νύχτες τσ̑άλσαν τσ̑αλγι̂́για (Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες έπαιζαν μουσικά όργανα) Τελμ. -Dawk. Αλλαγιού νορταλι̂́γα είχαν και τεφ με τσαλqι̂́δια (Στην μέση της πομπής είχαν και ντέφι με μουσικά όργανα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Mπασ̑λάισασ̑' τα τσ̑αλγού, οπ' τσ̑η σειρά παίζουσ̑ι, ρυό ρυό παίζουσ̑ι (Άρχισαν τα όργανα, με την σειρά χορεύουν, δυό δυό χορεύουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Eσ̑ύ παίνεις σο άβ', περνάνεις το ταρό σ', άμμα εμένα να με φέρεις ετό το τσ̑αλγι̂́ (Εσύ πηγαίνεις στο κυνήγι, περνάς τον καιρό σου, αλλά εμένα να μου φέρεις αυτό το μουσικό όργανο) Αραβαν. -Φωστ.
β. Στον πληθ., τα όργανα, η κομπανία που παίζει μουσική Σινασσ.
2. Μουσική Φάρασ.
3. Σκούπα Φάρασ. Συνών. τσιβίρκαλο :1, φροκάλι