τσαλιντίζω
(ρ.)
τσ̑αλινdίζω
[tʃalinˈdizo]
Φάρασ.
τσ̑αλουνdώ
[tʃalunˈdo]
Ανακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çalınmak = χτυπιέμαι, βλάπτομαι, παθ. του ρ. çalmak.
Προσβάλλομαι από ασθένεια, ιδίως για φυτά
ό.π.τ.
:
Tου γέλλ'μα τσ̑αλούντ'σιν
(Το σιτάρι χάλασε)
|| Φρ.
Να τσ̑αλουντάς ας’ το τζιέρ’ σου
(Να προσβληθείς από το συκώτι σου˙ Ως κατάρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.