ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλιντίζω (ρ.) τσ̑αλινdίζω [tʃalinˈdizo] Μαλακ., Φάρασ. τσ̑αλουνdώ [tʃalunˈdo] Ανακ., Μισθ. Από το τουρκ. ρ. çalınmak = α) χτυπιέμαι, βλάπτομαι β) διαλεκτ., πληγώνομαι γ) παθαίνω εγκεφαλικό δ) τρελαίνομαι (TS, λ. çalınmak ΙΙ).
1. Προσβάλλομαι από ασθένεια, ιδίως για φυτά ό.π.τ. : Tου γέλλ’μα τσ̑αλούντ'σιν (Το σιτάρι χάλασε) || Φρ. Να τσ̑αλουνdάς ασ’ το τζιέρ’ σου (Να προσβληθείς από το συκώτι σου˙ αρά) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Ειδικότ, παθαίνω ημιπληγία Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025