τσαλίστημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αλίσ̑τημα
[tʃaˈliʃtima]
Τροχ.
Aπό το ρ. τσαλιστίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Δουλειά, εργασία
Συνών.
δουλειά :1, έργο :1, κάμνημα, τσαλισμά, τσαλιστιέσιμο
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025