τσαλμάς
(ουσ. αρσ.)
τσ̑αλμάς
[tʃalˈmas]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. τζαλμάς, το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çalma = α) ανακατεμένος, χτυπημένος, κλεμμένος β) είδος τουρμπανιού (THADS 3, λ. çalma IΙ, TSS 2, λ. çalma (çelme), Tietze 2016, λ. çalma).
Μαντήλα στη βάση του φεσιού που συγκρατεί την φούντα του
Αξ.