τσαλιστιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αλιστι-έσιμα
[tʃalistiˈesima]
Φάρασ.
τσ̑αλιστιέσ'μα
[tʃalistiˈesma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. τσαλιστίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Εργασία, δουλειά
Συνών.
δουλειά :2, έργο, τσαλισμά