τσαλιμλούς
(ουσ.)
τ͑σ̑αλιμλούς
[tʰʃalimˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
τ͑σ̑αλιμλούσα
[tʰʃalimˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çalımlı = επιδεικτικός, φιγουρατζής.
Επιδεικτικός
ό.π.τ.