ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαλίγο (επίρρ.) τσαλίγο [tsaˈliɣo] Σινασσ. τζαλίγο [dzaˈliɣo] Από τα επίρρ. ούτσα και λίγο.
1. Λίγο, σε μικρή ποσότητα, ή με μικρή ένταση : Ας χαρεί τζαλίγο η σ̑ήρα (Ας χαρεί λιγάκι η χήρα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σαν σκοτεινιάσε, θέλεσεν να κοιμηθεί τζαλίγο (Όταν σκοτείνιασε, θέλησε να κοιμηθεί λίγο) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Σαν μετριαστικό προστακτικής : Χούτα μέ το τζαλίγο (Διάβασέ το μου λίγο) Σινασσ. -Λεύκωμα
Συνών. λίγο