τσαλίγο
(επίρρ.)
τσαλίγο
[tsaˈliɣo]
Σινασσ.
τζαλίγο
[dzaˈliɣo]
Από τα επίρρ. ούτσα και λίγο.
1. Λίγο, σε μικρή ποσότητα, ή με μικρή ένταση
:
Ας χαρεί τζαλίγο η σ̑ήρα
(Ας χαρεί λιγάκι η χήρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Σαν σκοτεινιάσε, θέλεσεν να κοιμηθεί τζαλίγο
(Όταν σκοτείνιασε, θέλησε να κοιμηθεί λίγο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Σαν μετριαστικό προστακτικής
:
Χούτα μέ το τζαλίγο
(Διάβασέ το μου λίγο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
λίγο