τσακτουρντώ
(ρ.)
τσ̑ακτουρdώ
[tʃakturˈdo]
Μισθ.
τσ̑ακτουρντίζου
[tʃakturˈdizu]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. çöğdürmek = α) εκτοξεύω υγρό β) ουρώ σε δημόσιο χώρο (βλ. Redhouse).
Μαρκαλεύω, οχεύω
:
|| Φρ.
Σ' σου γαϊdούρ' σι τσ̑ακτουρdίζου
(Σαν το γαϊδούρι σε μαρκαλεύω˙ Ύβρις· σε γαμώ με το μεγάλο πέος του γαϊδουριού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ορθώνω