ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακτουρντώ (ρ.) τσ̑ακτουρdώ [tʃakturˈdo] Μισθ. τσ̑ακτουρντίζου [tʃakturˈdizu] Μισθ. Πιθ. από το τουρκ. ρ. çöğdürmek = α) εκτοξεύω υγρό β) ουρώ σε δημόσιο χώρο (βλ. Redhouse).
Μαρκαλεύω, οχεύω : || Φρ. Σ' σου γαϊdούρ' σι τσ̑ακτουρdίζου (Σαν το γαϊδούρι σε μαρκαλεύω˙ Ύβρις· σε γαμώ με το μεγάλο πέος του γαϊδουριού) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ορθώνω