τσακτουρντώ
(ρ.)
τσ̑ακτουρdώ
[tʃakturˈdo]
Μισθ.
τσ̑ακτουρντίζου
[tʃakturˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çektirmek, μεταβιβαστικό ρ. çekmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmak = α) τραβάω β) ρυμουλκώ γ) μεταφέρω δ) ανακαλώ ε) απορροφώ στ) υπομένω ζ) ζευγαρώνω ζώα, πηγαίνω θηλυκό ζώο να ζευγαρώσει (Redhouse).
Μαρκαλεύω, οχεύω
:
|| Φρ.
Σ' σου γαϊdούρ' σι τσ̑ακτουρdίζου
(Σαν το γαϊδούρι σε μαρκαλεύω˙ Ύβρις· σε γαμώ με το μεγάλο πέος του γαϊδουριού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ορθώνω
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025