ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσακτουρντώ (ρ.) τσ̑ακτουρdώ [tʃakturˈdo] Μισθ. τσ̑ακτουρντίζου [tʃakturˈdizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. çektirmek, μεταβιβαστικό ρ. çekmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. çakmak = α) τραβάω β) ρυμουλκώ γ) μεταφέρω δ) ανακαλώ ε) απορροφώ στ) υπομένω ζ) ζευγαρώνω ζώα, πηγαίνω θηλυκό ζώο να ζευγαρώσει (Redhouse).
Μαρκαλεύω, οχεύω : || Φρ. Σ' σου γαϊdούρ' σι τσ̑ακτουρdίζου (Σαν το γαϊδούρι σε μαρκαλεύω˙ Ύβρις· σε γαμώ με το μεγάλο πέος του γαϊδουριού) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ορθώνω
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025