τσακτσίρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑αχτσ̑ίρ'
[tʃax'tʃir]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çakşır = ανδρική περισκελίδα, σώβρακο. Η λ. και στο λεξ. Βυζ., λ. βρακί, και σε νεοελλ. διαλ.