βρακί
(ουσ. ουδ.)
βρακί
[vraˈci]
Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
βρατσ̑ί
[vraˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
Πληθ.
βρα̈τσ̑ά
[vræˈtʃa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. βρακίν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. αἱ βράκαι (< λατιν. braca) και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ίν.
Βρακί, ανδρικό εσώρουχο με μακριά μπατζάκια
ό.π.τ.
:
Ράψε του 'γγονιού μ' τα 'μέτσ̑α και τα βρακιά
(Ράψε του εγγονιού μου τα πουκάμισα και τα βρακιά)
Τελμ.
-Dawk.
Δα κονdά δα βρατσ̑ά σ'
(Τα κοντά τα βρακιά σου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κατεβάζ̑' το βρακί τ' και πασ̑λατά σο τσακόντημα σ' ικείνο απάνω
(Κατεβάζει το βρακί του και αρχίζει το κατούρημα απάνω σ' εκείνον)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Φόρουναμ’ μακριά μαλλίτικα βρα̈τσ̑ά
(Φορούσαμε μακριά μάλλινα βρακιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα βρακιά τ’ έβγαλεν ντα, χαbάρ' ντέ πηρε
(Του έβγαλε τα βρακιά του, αυτός χαμπάρι δεν πήρε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Λύχαν ντα βρατσ̑ά τ'
(Λύθηκαν τα βρακιά του, ενν. του Θεού˙ βρέχει συνεχώς, σαν να κατουράει ο Θεός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Δεν μπορεί να δέσει τα βρακιά του
(Δεν μπορεί να δέσει τα βρακιά του˙ είναι άχρηστος, ανίκανος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αντερί :4, βρακοζώνι