ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρακί (ουσ. ουδ.) βρακί [vraˈci] Ανακ., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. βρατσ̑ί [vraˈtʃi] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. Πληθ. βρα̈τσ̑ά [vræˈtʃa] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. βρακίν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. αἱ βράκαι (< λατιν. braca) και το υποκορ. επίθμ. -ίον > -ίν.
Βρακί, ανδρικό εσώρουχο με μακριά μπατζάκια ό.π.τ. : Ράψε του 'γγονιού μ' τα 'μέτσ̑α και τα βρακιά (Ράψε του εγγονιού μου τα πουκάμισα και τα βρακιά) Τελμ. -Dawk. Δα κονdά δα βρατσ̑ά σ' (Τα κοντά τα βρακιά σου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κατεβάζ̑' το βρακί τ' και πασ̑λατά σο τσακόντημα σ' ικείνο απάνω (Κατεβάζει το βρακί του και αρχίζει το κατούρημα απάνω σ' εκείνον) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Φόρουναμ’ μακριά μαλλίτικα βρα̈τσ̑ά (Φορούσαμε μακριά μάλλινα βρακιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ντα βρακιά τ’ έβγαλεν ντα, χαbάρ' ντέ πηρε (Του έβγαλε τα βρακιά του, αυτός χαμπάρι δεν πήρε) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Λύχαν ντα βρατσ̑ά τ' (Λύθηκαν τα βρακιά του, ενν. του Θεού˙ βρέχει συνεχώς, σαν να κατουράει ο Θεός) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Δεν μπορεί να δέσει τα βρακιά του (Δεν μπορεί να δέσει τα βρακιά του˙ είναι άχρηστος, ανίκανος) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αντερί :4, βρακοζώνι