βραχτά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
βραχτά
[vraxˈta]
Φάρασ.
Από το μεσν. επιθ. βρεκτός. Η λ. υπό τον τύπ. βρεχτά και Μεγίστ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. βρεχτός).
Σταφιδοκαρύδια ή κουφέτα που μοιράζονται σε γάμους, βαπτίσεις και αλλού
Συνών.
σεκέρι