ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρίσιμο (ουσ.) βρίσιμο [ˈvrisimo] Γούρδ., Μισθ. βρίσ̑ιμο [ˈvriʃimo] Αραβαν. βρίσιμου [ˈvrisimu] Μισθ. βρίσιμα [ˈvrisima] Μισθ. βρίζ̑ιμα [ˈvriʒima] Ουλαγ. Από το ρήμα βρίζω (θ. αορ. βρισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. βρίζ̑ιμα με επίδρ. του ενεστ.
Βρισιά, η εκστόμιση λέξεων ή φράσεων που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου ό.π.τ. : Του γαdούρ' πάνdα χέκουν του ομbρό, δηλαδή, τσι σου βρίσιμο τσι πανdού (Τα γαϊδούρι πάντα το έχουν πρώτο, δηλ. και στο βρίσιμο και παντού) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τα ταράφια ήρταν σα χέρια· άλλο δεν άκουγες ασ' τα τσ̑ıγι̂ρντι̂́σματα, ασ' τα βρισ̑ίματα (Οι δύο πλευρές ήρθαν στα χέρια· άλλο δεν άκουγες από τις φωνές και τις βρισιές) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ντερέ ντο βρίζ̑ιμα σ' τι είναι; (Τώρα γιατί βρίζεις;) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βρισιά