βρίσιμο
(ουσ.)
βρίσιμο
[ˈvrisimo]
Γούρδ., Μισθ.
βρίσ̑ιμο
[ˈvriʃimo]
Αραβαν.
βρίσιμου
[ˈvrisimu]
Μισθ.
βρίσιμα
[ˈvrisima]
Μισθ.
βρίζ̑ιμα
[ˈvriʒima]
Ουλαγ.
Από το ρήμα βρίζω (θ. αορ. βρισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. βρίζ̑ιμα με επίδρ. του ενεστ.
Βρισιά, η εκστόμιση λέξεων ή φράσεων που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου
ό.π.τ.
:
Του γαdούρ' πάνdα χέκουν του ομbρό, δηλαδή, τσι σου βρίσιμο τσι πανdού
(Τα γαϊδούρι πάντα το έχουν πρώτο, δηλ. και στο βρίσιμο και παντού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τα ταράφια ήρταν σα χέρια· άλλο δεν άκουγες ασ' τα τσ̑ıγι̂ρντι̂́σματα, ασ' τα βρισ̑ίματα
(Οι δύο πλευρές ήρθαν στα χέρια· άλλο δεν άκουγες από τις φωνές και τις βρισιές)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ντερέ ντο βρίζ̑ιμα σ' τι είναι;
(Τώρα γιατί βρίζεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
βρισιά