ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρώμημα (ουσ. ουδ.) βρώμημα [ˈvromima] Μισθ., Ουλαγ. Από το ρ. βρωμώ (θ. αορ. βρωμη-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Δυσοσμία ό.π.τ. : Τι βρώμημα τσ̑είδι ατό; (Τι βρώμα είναι αυτή;) Μισθ. -Κοτσαν. Ντο βρώμημα σ' ντε ντρανάς, λαλείς (Δεν βλέπεις την βρώμα σου, μόνο μιλάς) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. βρώμος, πάταγμα